- ερυθροκύτταρα
- Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000-5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000-5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως αλλοιώνεται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις ή υπό την επίδραση φυσικών και χημικών παραγόντων και κυρίως κατά τη δίοδό τους από τα τριχοειδή. Το σχήμα αυτό τους προσφέρει μεγάλη επιφάνεια για τον δοθέντα όγκο τους, ώστε να γίνεται γρήγορα η διάχυση Ο2 (οξυγόνο) προς το εσωτερικό του κυττάρου και αντίστροφα. Σε φυσιολογικές καταστάσεις έχουν διάμετρο 7,2μm, πάχος 2,2μm στην περιφέρεια και 1μm στο κέντρο. Ε. με διάμετρο μικρότερη από 6μm ονομάζονται μικροκύτταρα, ενώ αυτά που έχουν διάμετρο μεγαλύτερη από 8,2μm ονομάζονται μακροκύτταρα. Τα ε. είναι πολύ διαφοροποιημένα κύτταρα, κατά τη διάρκεια δε της διαφοροποίησής τους έχουν χάσει τον πυρήνα και τα κυτταρικά τους οργανίδια. Σε άλλα σπονδυλωτά, εκτός από τα θηλαστικά, τα ερυθρά αιμοσφαίρια διατηρούν τον πυρήνα τους. Παρά την έλλειψη οργανιδίων, βιοχημικά και φυσιολογικά, είναι ενεργά κύτταρα. Χρησιμοποιούν την ενέργεια που παράγεται από αναερόβιο γλυκόλυση για να διατηρούν το σχήμα τους και τη διαπερατότητα της μεμβράνης τους σε ιόντα. Αποτελούνται από Η2Ο κατά 60% του βάρους τους. Το 95% του ξηρού βάρους των ε. αποτελείται από τη σύνθετη πρωτεΐνη αιμοσφαιρίνη, που σχηματίζεται από ένωση της χρωστικής αίμης με σφαιρίνη. Η αίμη δίνει στα ερυθρά αιμοσφαίρια το χαρακτηριστικό τους χρώμα, που είναι υποκίτρινο για κάθε ε. χωριστά, ενώ για μια μάζα ε. είναι ζωηρά ερυθρό. Το σκελετικό υπόστρωμα των ε. είναι το 5% του ξηρού βάρους τους και αποτελείται κυρίως από λιπιδικές ουσίες (λεκιθίνη, κεφαλίνη, χοληστερόλη) και από μια πρωτεΐνη. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, το κυτταρόπλασμά τους φαίνεται με λεπτή κοκκίωση και κατά την υπερφυγοκέντρηση χωρίζεται περίπου σε τρεις στιβάδες. Έτσι γίνεται φανερό ότι αποτελείται από τρεις ουσίες διαφορετικής φύσεως. Η κυτταρική μεμβράνη έχει τη χαρακτηριστική διάταξη των μεμβρανικών μονάδων και είναι πάχους περίπου 100 άνγκστρεμ. Στην εξωτερική επιφάνειά της υπάρχουν αντιγόνα (συγκολλητινογόνα), που ανάλογα με τη ύπαρξή τους τα άτομα χωρίζονται σε ομάδες αίματος. Η μεμβράνη μπορεί να απομονωθεί, οπότε ονομάζεται ερυθροκυτταρικό φάντασμα, και να μελετηθεί ως προς τη σύστασή της. Ο τρόπος καταστροφής των ε. δεν είναι απόλυτα γνωστός. Φαίνεται όμως ότι κατά τη συνεχή πορεία τους μέσα στα αιμοφόρα αγγεία η κυτταρική τους μεμβράνη φθείρεται σιγά-σιγά, αλλοιώνεται και τελικά θρυμματίζεται. Ο χρόνος ζωής τους στον άνθρωπο έχει μετρηθεί με ραδιοϊσότοπα και υπολογίζεται περίπου σε 120 μέρες. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια από τη 2η-3η εβδομάδα –μέχρι τον 2o μήνα της εμβρυϊκής ζωής– παράγονται από το μεσέγχυμα του λεκιθικού ασκού, από τον 2o μήνα μέχρι τον 6o στο ήπαρ και στον σπλήνα του εμβρύου, ενώ από τον 6o μήνα της εμβρυϊκής ζωής και μετά παράγονται στον μυελό των οστών. Προέρχονται από διαφοροποίηση ενός αρχέγονου στελεχιαίου κυττάρου προς τα κάτωθι κύτταρα διαδοχικά: στελεχιαίο δικτυωτό κύτταρο, προερυθροβλάστη, πρώιμη νορμοβλάστη, ενδιάμεση νορμοβλάστη, τελική νορμοβλάστη, δικτυοκύτταρο, ερυθροκύτταρο. Όσο προχωρεί η διαφοροποίηση, το πρωτόπλασμα των κυττάρων από βασίφιλο, σταδιακά γίνεται οξύφιλο, ελαττώνονται τα κυτταρικά οργανίδια και αυξάνει η αιμοσφαιρίνη. Πρέπει να τονιστεί ότι μετά το στάδιο της πολυχρωματόφιλης ερυθροβλάστης σταματάει η μιτωτική διαίρεση του κυττάρου, ενώ κατά το στάδιο της νορμοβλάστης αποβάλλεται από το κύτταρο ο πυρήνας. Τα ε. μεταφέρουν οξυγόνο. Στα αγγεία των πνευμόνων η αιμοσφαιρίνη συνδέεται με οξυγόνο και δημιουργείται η οξυαιμοσφαιρίνη. Στους ιστούς του σώματος, όπου η πίεση του οξυγόνου είναι πολύ μικρότερη από ό,τι στα αναπνευστικά όργανα, η οξυαιμοσφαιρίνη ανάγεται και το οξυγόνο προσλαμβάνεται από τα κύτταρα. Η αιμοσφαιρίνη των ε. παίζει και έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες, απ’ όπου το διοξείδιο αποβάλλεται.
Dictionary of Greek. 2013.